τελώνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τελώνης | οι | τελώνες |
γενική | του | τελώνη | των | τελωνών |
αιτιατική | τον | τελώνη | τους | τελώνες |
κλητική | τελώνη | τελώνες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τελώνης < αρχαία ελληνική τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατελώνης αρσενικό
- ο προϊστάμενος του τελωνείου
- (θρησκεία) ο αμαρτωλός που έχει μετανοήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- ατελώνιστα
- ατελώνιστος
- αρχιτελώνης
- εκτελωνίζω
- εκτελώνιση
- εκτελωνισμός
- εκτελωνιστής
- εκτελωνιστικός
- εκτελωνίστρια
- τελωνειακός
- τελωνείο
- τελωνίζω
- τελώνιο
- τελωνοφύλακας
- τελωνοφυλακή
Μεταφράσεις
επεξεργασία τελώνης
|