αρχιτελώνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιτελώνης < (ελληνιστική κοινή) ἀρχιτελώνης < αρχαία ελληνική ἀρχή + τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιτελώνης αρσενικό
- ο προϊστάμενος των τελωνών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιτελώνης