πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προϊστάμενος οι προϊστάμενοι
      γενική του προϊστάμενου
& προϊσταμένου
των προϊστάμενων
& προϊσταμένων
    αιτιατική τον προϊστάμενο τους προϊστάμενους
& προϊσταμένους
     κλητική προϊστάμενε προϊστάμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προϊστάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος προΐσταμαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προϊστάμενος αρσενικό, προϊσταμένη θηλυκό

ζήτησα άδεια από τους προϊσταμένους μου στο γραφείο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία