supérieur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sy.pe.ʁjœʁ/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | supérieur | supérieurs |
θηλυκό | supérieure | supérieures |
supérieur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | supérieur | supérieurs |
θηλυκό | supérieure | supérieures |
supérieur (fr)