ανώτατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανώτατος | η | ανώτατη & ανωτάτη |
το | ανώτατο |
γενική | του | ανώτατου & ανωτάτου |
της | ανώτατης & ανωτάτης |
του | ανώτατου & ανωτάτου |
αιτιατική | τον | ανώτατο | την | ανώτατη & ανωτάτη |
το | ανώτατο |
κλητική | ανώτατε | ανώτατη & ανωτάτη |
ανώτατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανώτατοι | οι | ανώτατες | τα | ανώτατα |
γενική | των | ανώτατων & ανωτάτων |
των | ανώτατων & ανωτάτων |
των | ανώτατων & ανωτάτων |
αιτιατική | τους | ανώτατους & ανωτάτους |
τις | ανώτατες | τα | ανώτατα |
κλητική | ανώτατοι | ανώτατες | ανώτατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. Δείτε το αρχαίο ἀνώτατος. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανώτατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνώτατος < ἄνω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική suprême ή supérieure σε εκφράσεις όπως suprême éducation (ανώτατη εκπαίδευση)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈno.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νώ‐τα‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανώτατος, -η, -ο και αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου
- υπερθετικός βαθμός του άνω του αρχαίου επιρρήματος ἄνω (συγκριτικός βαθμός: ανώτερος)
- (κυριολεκτικά) που βρίσκεται στο πιο ψηλό μέρος
- ↪ ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας
- ↪ η ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης, η ανωτάτη παιδεία
- (μεταφορικά) που βρίσκεται στην πιο ψηλή βαθμίδα ιεραρχικής κλίμακας
- ↪ ανώτατο δικαστήριο
- (κυριολεκτικά) που βρίσκεται στο πιο ψηλό μέρος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανώτατος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανώτατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας