Δείτε επίσης: ἀνώτατος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανώτατος η ανώτατη
& ανωτάτη
το ανώτατο
      γενική του ανώτατου
& ανωτάτου
της ανώτατης
& ανωτάτης
του ανώτατου
& ανωτάτου
    αιτιατική τον ανώτατο την ανώτατη
& ανωτάτη
το ανώτατο
     κλητική ανώτατε ανώτατη
& ανωτάτη
ανώτατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανώτατοι οι ανώτατες τα ανώτατα
      γενική των ανώτατων
& ανωτάτων
των ανώτατων
& ανωτάτων
των ανώτατων
& ανωτάτων
    αιτιατική τους ανώτατους
& ανωτάτους
τις ανώτατες τα ανώτατα
     κλητική ανώτατοι ανώτατες ανώτατα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Δείτε το αρχαίο ἀνώτατος.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ανώτατος, -η, -ο και αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου

  • υπερθετικός βαθμός του άνω του αρχαίου επιρρήματος ἄνω (συγκριτικός βαθμός: ανώτερος)
    1. (κυριολεκτικά) που βρίσκεται στο πιο ψηλό μέρος
        ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας
        η ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης, η ανωτάτη παιδεία
    2. (μεταφορικά) που βρίσκεται στην πιο ψηλή βαθμίδα ιεραρχικής κλίμακας
        ανώτατο δικαστήριο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία