κατώτατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατώτατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατώτατος < κάτω [1] Συγκρίνετε με το κατώτερος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈto.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τώ‐τα‐τος
Επίθετο
επεξεργασίακατώτατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του κάτω (επίρρημα)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που είναι πάρα πολύ κάτω, χαμηλά σε τόπο ή σε ιεραρχική κλίμακα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κατωτάτου επιπέδου (τονισμός όπως στην καθαρεύουσα, σύμφωνα με την αρχαία κλίση)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατώτερος (συγκριτικός βαθμός)
- κατώτατα
→ και δείτε τη λέξη κάτω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κατώτατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατώτατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακατώτατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του κάτω (επίρρημα)