χαμηλά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
χαμηλά, συγκριτικός : χαμηλότερα, υπερθετικός : χαμηλότατα (τοπικό επίρρημα)
- σε μικρό υψόμετρο
- (μεταφορικά) για κάποιον που χάνει το ήθος του, την αξιοπρέπειά του ή την κοινωνική του θέση
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμηλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γεωγραφία) ζώνη μικρού υψομέτρου
- (μετεωρολογία) ζώνη μικρής βαρομετρικής πίεσης
Εκφράσεις επεξεργασία
- απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χαμηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαμηλό