πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υψόμετρο τα υψόμετρα
      γενική του υψόμετρου
& υψομέτρου
των υψόμετρων
& υψομέτρων
    αιτιατική το υψόμετρο τα υψόμετρα
     κλητική υψόμετρο υψόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υψόμετρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία