υψόμετρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υψόμετρο | τα | υψόμετρα |
γενική | του | υψομέτρου & υψόμετρου |
των | υψομέτρων & υψόμετρων |
αιτιατική | το | υψόμετρο | τα | υψόμετρα |
κλητική | υψόμετρο | υψόμετρα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υψόμετρο < (καθαρεύουσα) υψόμετρον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypsomètre < αρχαία ελληνική ὕψος + μέτρον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ˈpsɔ.mε.tɾɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υψόμετρο ουδέτερο
- αριθμός που δείχνει την απόσταση που έχει κάποιο σημείο από την νοητή επιφάνεια της θάλασσας, αν τραβήξουμε απ’ αυτή μια κατακόρυφη ευθεία μέχρι το σημείο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- υψομετρία
- υψομετρικά
- υψομετρικός
- → δείτε τις λέξεις ύψος και μέτρο