ὕψος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὑψεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ὕψος | τὰ | ὕψη - ὕψεᾰ | |
γενική | τοῦ | ὕψους - ὕψεος | τῶν | ὑψῶν - ὑψέων | |
δοτική | τῷ | ὕψει - ὕψεῐ̈ | τοῖς | ὕψεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ὕψος | τὰ | ὕψη - ὕψεα | |
κλητική ὦ! | ὕψος | ὕψη - ὕψεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕψει - ὕψεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑψοῖν - ὑψέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὕψος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ο,η ὑψηλόκρημνος, το ὑψηλόκρημνον
- ο,η ὑψηλολόγος, το ὑψηλολόγον
- ο,η ὑψηλόνους και ὑψηλόνοος, το υψηλόνουν
- ο,η ὑψηλόφρων
- ὑψηλοφρονέω
- ὑψηλοφροσύνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὕψος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕψος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.