Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψόω < ὕψος

ὑψόω

  1. υψώνω
  2. μεταγενέστερα, στη γλώσσα της Εκκλησίας, μεταφορικά, εξυψώνω


Συγγενικά

επεξεργασία