ὕψωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὕψωμᾰ | τὰ | ὑψώμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὑψώμᾰτος | τῶν | ὑψωμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ὑψώμᾰτῐ | τοῖς | ὑψώμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ὕψωμᾰ | τὰ | ὑψώμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὕψωμᾰ | ὑψώμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψώμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑψωμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὕψωμα < ὑψόω + -μα < αρχαία ελληνική ὕψος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὕψωμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή)
- το ύψωμα, τα ύψη
- ⮡ οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι φθονέει
- το πιο υψωμένο σημείο/περιοχή
- ⮡ το ὕψωμα της ρινός (Γαληνός)
- (αστρονομία) η ύψωση αστερισμών και ουρανίων σωμάτων
- ≠ αντώνυμα: ταπείνωμα
- ※ ἔφη σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι (Πλούταρχος)
- (μεταγενέστερα) ηθική εξύψωση με τη μεταφορική έννοια
- ※ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ λόγῳ χωρήσωμεν, καθαιροῦντες αὐτῶν πᾶν ὕψωμα διανοίας ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ (Επιστολαί, Βασιλείου Καισαρείας)
- το ύψωμα, τα ύψη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὕψωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.