Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψωμένος η υψωμένη το υψωμένο
      γενική του υψωμένου της υψωμένης του υψωμένου
    αιτιατική τον υψωμένο την υψωμένη το υψωμένο
     κλητική υψωμένε υψωμένη υψωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψωμένοι οι υψωμένες τα υψωμένα
      γενική των υψωμένων των υψωμένων των υψωμένων
    αιτιατική τους υψωμένους τις υψωμένες τα υψωμένα
     κλητική υψωμένοι υψωμένες υψωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υψώνω, υψώνομαι < ὑψόω-ὑψῶ

  Μετοχή επεξεργασία

υψωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υψωθεί
    *Με το φόρεμά της υψωμένον μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον... (Ανδρ. Εμπειρίκος, "Μέγας Ανατολικός")
    *Με υψωμένη τη φωνή / Η υψωμένη σημαία / Το υψωμένο φρύδι
  2. (μεταφορικά) που έχει εξυψωθεί
    *Πέσε στα γόνατα , προσκύνα το πανάγιο χώμα, με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη (Κ. Βάρναλης, Πρωτομαγιά του 1944)
  3. που ορθώνεται σε κάποιο σημείο, που δεσπόζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία