Ετυμολογία

επεξεργασία

ορθώνω (παθητική φωνή: ορθώνομαι)

  1. βάζω κάτι να στέκεται όρθιο, το σηκώνω, το υψώνω
  2. (μεταφορικά) θέτω, τοποθετώ (εμπόδια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία