Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρθόω < ὀρθός

ὀρθόω

  1. στήνω κάτι όρθιο, ανασηκώνω κάτι από κάτω, ανορθώνω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 272
    τὸν δ᾽ αἶψ᾽ ὤρθωσεν Ἀπόλλων.
    κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 198
    αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
    Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. (για κτίρια) ανεγείρω, ανοικοδομώ, χτίζω
  3. (για γραμμή) ισιώνω
  4. (μεταφορικά) ανορθώνω, επαναφέρω στην υγεία, την ασφάλεια, την ευημερία
  5. εκθειάζω
  6. καθοδηγώ σωστά
  7. (για λόγια και γνώμες) είμαι σωστός, αληθής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 103.2
    καὶ οὕτω μὲν ὀρθοῖτ᾽ ἂν ὁ λόγος ὁ παρὰ σεῦ εἰρημένος.
    κι έτσι θα μπορούσε να έχει βάση ο ισχυρισμός σου.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 37.4
    οἱ δ᾽ ἀπιστοῦντες τῇ ἐξ αὑτῶν ξυνέσει ἀμαθέστεροι μὲν τῶν νόμων ἀξιοῦσιν εἶναι, ἀδυνατώτεροι δὲ τοῦ καλῶς εἰπόντος μέμψασθαι λόγον, κριταὶ δὲ ὄντες ἀπὸ τοῦ ἴσου μᾶλλον ἢ ἀγωνισταὶ ὀρθοῦνται τὰ πλείω.
    Ενώ οι άλλοι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην δική τους κρίση και δεν ισχυρίζονται ότι ξέρουν καλύτερα από τους νόμους. Επειδή δεν έχουν την ικανότητα να επικρίνουν τον λόγο ενός καλού ρήτορα και τον κρίνουν σαν αμερόληπτοι τρίτοι και όχι σαν συναγωνιστές, κρίνουν ορθά τις περισσότερες φορές.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  8. (στην παθητική φωνή ὀρθοῦμαι)
    1. σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος
      ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 9.2
      μάλιστα γὰρ ἂν ὁ τοιοῦτος καὶ τὰ τῆς πόλεως δι᾽ ἑαυτὸν βούλοιτο ὀρθοῦσθαι.
      γιατί είναι φυσικό να θέλει, για το δικό του συμφέρον, να ευδοκιμεί η πολιτεία.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    2. επιτυγχάνω, ευημερώ
    3. είμαι έντιμος, δίκαιος
    4. (για γραμμή, διεύθυνση) κατευθύνομαι σε ίσια γραμμή
      ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1299
      ἀλλ᾽ οὔ τι χαίρων, ἢν τόδ᾽ ὀρθωθῇ βέλος.
      Μα δε θα το χαρείς, αν ίσια πάει αυτό το βέλος.
      Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὀρθός