Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνορθόω < ἀνά + ὀρθόω

ἀνορθόω - ἀνορθῶ (συνηρημένο)

  1. ανορθώνω, ξαναχτίζω, ξαναστήνω όρθιο, ανεγείρω,
    • τοῖσι δὲ ἡ Πυθίη οὐκ ἔφη χρήσειν πρὶν ἢ τὸν νηὸν τῆς Ἀθηναίης ἀνορθώσωσι, τὸν ἐνέπρησαν : η Πυθία αρνήθηκε να τους δώσει χρησμό προτού αποκαταστήσουν το ναό της Αθηνάς που τον είχαν κάψει (Ηρόδ. Ιστ. 1.19)
    • οὐ μόνον δὲ τὰ τείχη τῆς πατρίδος ἀνώρθωσεν, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν εἰς τὴν αὐτὴν δόξαν προήγαγεν ἐξ ἧσπερ ἐξέπεσεν. : όχι μόνον τα τείχη της πατρίδας ξαναϋψωσε, αλλά και την πόλη προήγαγε στην παλιά της δόξα από την οποία είχε ξεπέσει (Ισοκράτης, Φιλ. 564)
  2. αποκαθιστώ, ρυθμίζω, διορθώνω, επανορθώνω
    • μηδένα ἐθέλειν ἑκόντα ἄρχειν καὶ τὰ ἀλλότρια κακὰ μεταχειρίζεσθαι ἀνορθοῦντα, ἀλλὰ μισθὸν αἰτεῖν : κανένας δεν προτίθεται εθελοντικά να κυβερνά και να παίρνει στα χέρια του για να διορθώσει τα στραβά των αλλονών, αλλά ζητάει μισθό (γι' αυτή τη δουλειά) (Πλάτων, Πολιτ. 346e)

Συγγενικά

επεξεργασία