επανορθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπανορθόω / ἐπανορθ(ῶ) + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.noɾˈθo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐νορ‐θώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεπανορθώνω, αόρ.: επανόρθωσα, παθ.φωνή: επανορθώνομαι, π.αόρ.: επανορθώθηκα, μτχ.π.π.: επανορθωμένος
- ξαναφέρνω κάτι σε μια καλύτερη κατάσταση που βρίσκονταν κατά το παρελθόν
- ελαττώνω τις αρνητικές επιπτώσεις μιας ενέργειας με άλλη μου ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις επί, ανορθώνω, ορθώνω και ορθός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανορθώνω | επανόρθωνα | θα επανορθώνω | να επανορθώνω | επανορθώνοντας | |
β' ενικ. | επανορθώνεις | επανόρθωνες | θα επανορθώνεις | να επανορθώνεις | επανόρθωνε | |
γ' ενικ. | επανορθώνει | επανόρθωνε | θα επανορθώνει | να επανορθώνει | ||
α' πληθ. | επανορθώνουμε | επανορθώναμε | θα επανορθώνουμε | να επανορθώνουμε | ||
β' πληθ. | επανορθώνετε | επανορθώνατε | θα επανορθώνετε | να επανορθώνετε | επανορθώνετε | |
γ' πληθ. | επανορθώνουν(ε) | επανόρθωναν επανορθώναν(ε) |
θα επανορθώνουν(ε) | να επανορθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανόρθωσα | θα επανορθώσω | να επανορθώσω | επανορθώσει | ||
β' ενικ. | επανόρθωσες | θα επανορθώσεις | να επανορθώσεις | επανόρθωσε | ||
γ' ενικ. | επανόρθωσε | θα επανορθώσει | να επανορθώσει | |||
α' πληθ. | επανορθώσαμε | θα επανορθώσουμε | να επανορθώσουμε | |||
β' πληθ. | επανορθώσατε | θα επανορθώσετε | να επανορθώσετε | επανορθώστε | ||
γ' πληθ. | επανόρθωσαν επανορθώσαν(ε) |
θα επανορθώσουν(ε) | να επανορθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανορθώσει | είχα επανορθώσει | θα έχω επανορθώσει | να έχω επανορθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανορθώσει | είχες επανορθώσει | θα έχεις επανορθώσει | να έχεις επανορθώσει | έχε επανορθωμένο | |
γ' ενικ. | έχει επανορθώσει | είχε επανορθώσει | θα έχει επανορθώσει | να έχει επανορθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανορθώσει | είχαμε επανορθώσει | θα έχουμε επανορθώσει | να έχουμε επανορθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανορθώσει | είχατε επανορθώσει | θα έχετε επανορθώσει | να έχετε επανορθώσει | έχετε επανορθωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν επανορθώσει | είχαν επανορθώσει | θα έχουν επανορθώσει | να έχουν επανορθώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επανορθωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επανορθωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επανορθωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επανορθωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανορθώνομαι | επανορθωνόμουν(α) | θα επανορθώνομαι | να επανορθώνομαι | ||
β' ενικ. | επανορθώνεσαι | επανορθωνόσουν(α) | θα επανορθώνεσαι | να επανορθώνεσαι | ||
γ' ενικ. | επανορθώνεται | επανορθωνόταν(ε) | θα επανορθώνεται | να επανορθώνεται | ||
α' πληθ. | επανορθωνόμαστε | επανορθωνόμαστε επανορθωνόμασταν |
θα επανορθωνόμαστε | να επανορθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επανορθώνεστε | επανορθωνόσαστε επανορθωνόσασταν |
θα επανορθώνεστε | να επανορθώνεστε | (επανορθώνεστε) | |
γ' πληθ. | επανορθώνονται | επανορθώνονταν επανορθωνόντουσαν |
θα επανορθώνονται | να επανορθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανορθώθηκα | θα επανορθωθώ | να επανορθωθώ | επανορθωθεί | ||
β' ενικ. | επανορθώθηκες | θα επανορθωθείς | να επανορθωθείς | επανορθώσου | ||
γ' ενικ. | επανορθώθηκε | θα επανορθωθεί | να επανορθωθεί | |||
α' πληθ. | επανορθωθήκαμε | θα επανορθωθούμε | να επανορθωθούμε | |||
β' πληθ. | επανορθωθήκατε | θα επανορθωθείτε | να επανορθωθείτε | επανορθωθείτε | ||
γ' πληθ. | επανορθώθηκαν επανορθωθήκαν(ε) |
θα επανορθωθούν(ε) | να επανορθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επανορθωθεί | είχα επανορθωθεί | θα έχω επανορθωθεί | να έχω επανορθωθεί | επανορθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επανορθωθεί | είχες επανορθωθεί | θα έχεις επανορθωθεί | να έχεις επανορθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επανορθωθεί | είχε επανορθωθεί | θα έχει επανορθωθεί | να έχει επανορθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επανορθωθεί | είχαμε επανορθωθεί | θα έχουμε επανορθωθεί | να έχουμε επανορθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επανορθωθεί | είχατε επανορθωθεί | θα έχετε επανορθωθεί | να έχετε επανορθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επανορθωθεί | είχαν επανορθωθεί | θα έχουν επανορθωθεί | να έχουν επανορθωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επανορθωμένος - είμαστε, είστε, είναι επανορθωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επανορθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επανορθωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επανορθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επανορθωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επανορθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επανορθωμένοι |