↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανορθωμένος η επανορθωμένη το επανορθωμένο
      γενική του επανορθωμένου της επανορθωμένης του επανορθωμένου
    αιτιατική τον επανορθωμένο την επανορθωμένη το επανορθωμένο
     κλητική επανορθωμένε επανορθωμένη επανορθωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανορθωμένοι οι επανορθωμένες τα επανορθωμένα
      γενική των επανορθωμένων των επανορθωμένων των επανορθωμένων
    αιτιατική τους επανορθωμένους τις επανορθωμένες τα επανορθωμένα
     κλητική επανορθωμένοι επανορθωμένες επανορθωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

επανορθωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία