Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανόρθωση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επανόρθωσ
η
οι
επανορθώσ
εις
γενική
της
επανόρθωσ
ης
&
επανορθώσ
εως
των
επανορθώσ
εων
αιτιατική
την
επανόρθωσ
η
τις
επανορθώσ
εις
κλητική
επανόρθωσ
η
επανορθώσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
επανόρθωση
<
αρχαία ελληνική
ἐπανόρθωσις
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
επανόρθωση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
επανορθώνω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
επανόρθωση
αγγλικά
:
reparation
(en)
γαλλικά
:
réparation
(fr)