• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επανόρθωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανόρθωση οι επανορθώσεις
      γενική της επανόρθωσης* των επανορθώσεων
    αιτιατική την επανόρθωση τις επανορθώσεις
     κλητική επανόρθωση επανορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επανόρθωση < αρχαία ελληνική ἐπανόρθωσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επανόρθωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επανορθώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επανόρθωση
  • αγγλικά : reparation (en)
  • γαλλικά : réparation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επανόρθωση&oldid=5472528"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 00:58
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 00:58.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie