réparation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.pa.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réparation | réparations |
réparation (fr) θηλυκό
- η επιδιόρθωση
- η αποκατάσταση
- η επισκευή, το φτιάξιμο
- η αποζημίωση
- η επανόρθωση
- το μερεμέτι