Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réparation réparations

réparation (fr) θηλυκό

  1. η επιδιόρθωση
  2. η αποκατάσταση
  3. η επισκευή, το φτιάξιμο
  4. η αποζημίωση
  5. η επανόρθωση
  6. το μερεμέτι