Ρολόι

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκατάσταση οι αποκαταστάσεις
      γενική της αποκατάστασης* των αποκαταστάσεων
    αιτιατική την αποκατάσταση τις αποκαταστάσεις
     κλητική αποκατάσταση αποκαταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκατάσταση < αρχαία ελληνική ἀποκατάστασις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκατάσταση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάτι που υπέστη ζημιά ή βλάβη επανέρχεται στην προηγούμενη καλή κατάσταση
    η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε ο σεισμός
  2. η ενέργεια με την οποία κάποιος που έχασε άδικα ή παράνομα τη θέση του (π.χ εξαιτίας μιας δικτατορίας) αποκτά ξανά τα δικαιώματα που έχασε
  3. (παρωχημένο) ο γάμος, ιδιαίτερα ενός κοριτσιού, με την έννοια της εκπλήρωσης της υποχρέωσης που είχε η οικογένεια
    παλιότερα συνηθιζόταν να μην παντρεύεται το αγόρι, αν δεν είχε προηγουμένως εξασφαλίσει την αποκατάσταση της αδελφής του
  4. η οικονομική εξασφάλιση
  5. (ετυμολογία) η επιστημονική υπόθεση για την αρχική μορφή λέξεων, για τύπους λέξεων από νεκρές γλώσσες που δεν μαρτυρούνται από κάποια γραπτή πηγή

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

αποκατεστησε τις ισορροπιες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία