restauration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- restauration < λατινική restauratio
- restauration < restaurer
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
restauration | restaurations |
restauration (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
restauration | restaurations |
restauration (fr) θηλυκό
- η εστίαση (η παράθεση γεύματος και ο κλάδος της οικονομίας)
- (ιδιωματικό) το εστιατόριο, το ρεστοράν