Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. restauration < λατινική restauratio
  2. restauration < restaurer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
restauration restaurations

restauration (fr) θηλυκό

  1. η αποκατάσταση
  2. η παλινόρθωση
  3. η αναπαλαίωση
  4. η ανακαίνιση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
restauration restaurations

restauration (fr) θηλυκό

  1. η εστίαση (η παράθεση γεύματος και ο κλάδος της οικονομίας)
  2. (ιδιωματικό) το εστιατόριο, το ρεστοράν

Συγγενικά

επεξεργασία