restaurant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- restaurant < restaurer
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɛ.stɔ.ʁɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
restaurant | restaurants |
restaurant (fr) αρσενικό
- το εστιατόριο, το ρεστοράν
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚαταλανικά (ca)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
restaurant (nl) ουδέτερο
- το εστιατόριο