Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εστιατόριο τα εστιατόρια
      γενική του εστιατορίου
εστιατόριου
των εστιατορίων
    αιτιατική το εστιατόριο τα εστιατόρια
     κλητική εστιατόριο εστιατόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εστιατόριο < αρχαία ελληνική ἑστιατόριον < ἑστιάτωρ < ἑστιάω < ἑστία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εστιατόριο ουδέτερο

  1. κατάστημαμέρος που ανήκει σε μεγαλύτερο χώρο: πλοίο, τρένο κ.λπ.) όπου παρασκευάζονται και σερβίρονται φαγητά, ποτά κ.λπ.
  2. (στρατιωτικός όρος) τραπεζαρία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία