ἑστία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑστίᾱ | αἱ | ἑστίαι |
γενική | τῆς | ἑστίᾱς | τῶν | ἑστιῶν |
δοτική | τῇ | ἑστίᾳ | ταῖς | ἑστίαις |
αιτιατική | τὴν | ἑστίᾱν | τὰς | ἑστίᾱς |
κλητική ὦ! | ἑστίᾱ | ἑστίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑστίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑστίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑστία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑστία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἑστία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑστία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.