Δείτε επίσης: Εστία, εστία, ἑστία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἑστί
      γενική τῆς Ἑστίᾱς
      δοτική τῇ Ἑστί
    αιτιατική τὴν Ἑστίᾱν
     κλητική ! Ἑστί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἑστία < ἑστία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἑστία θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
  • (ελληνική μυθολογία) ολύμπια κύρια θεότητα, αδελφή του Δία, της Ήρας, της Δήμητρας, του Άδη και του Ποσειδώνα, αλληγορική μορφή της ιερότητας της οικογενειακής εστίας, και κατ΄ επέκταση της πολιτείας και αρχιτεκτονικής

Δείτε επίσης

επεξεργασία