καφενείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καφενείο | τα | καφενεία |
γενική | του | καφενείου | των | καφενείων |
αιτιατική | το | καφενείο | τα | καφενεία |
κλητική | καφενείο | καφενεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καφενείο < καφεν(ές) + -είο < τουρκική kahvehane < περσική قهوهخانه (qahve-xâne) < قهوه + خانه < αραβική قهوة
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.feˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐νεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαφενείο ουδέτερο
- χώρος αναψυχής, συνήθως για άντρες, όπου σερβίρεται κυρίως καφές, αναψυκτικά και γλυκά του κουταλιού
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
- Η Βρίσα τη δεκαετία του 1930, vatera.gr
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
Άλλες γραφές
επεξεργασία- καφφενείο (παρωχημένη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καφές