↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καφενείο τα καφενεία
      γενική του καφενείου των καφενείων
    αιτιατική το καφενείο τα καφενεία
     κλητική καφενείο καφενεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καφενείο στο Πυργί της Χίου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καφενείο < καφεν(ές) + -είο < τουρκική kahvehane < περσική قهوه‌خانه (qahve-xâne) < قهوه + خانه < αραβική قهوة

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.feˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐φε‐νεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καφενείο ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία