κεραμοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραμοποιείο < κέραμος + -ο- + -ποιείο / κεραμοποιός + -είο < ελληνιστική κοινή κεραμοποιός < αρχαία ελληνική κέραμος + ποιέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραμοποιείο ουδέτερο
- εργαστήριο ή εργοστάσιο, όπου κατασκευάζονται κεραμίδια, τούβλα κ.ά.
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
- Η Βρίσα τη δεκαετία του 1930, vatera.gr
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κεραμοποιός, κεραμίδι και ποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεραμοποιείο
|