κεραμιδαριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραμιδαριό < κεραμίδ(ι) + -αριό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.ɾa.mi.ðaɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐μι‐δα‐ριό
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεραμιδαριό[1] ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κεραμοποιείο
- (μεταφορικά) κάτι ανοργάνωτο και χαοτικό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραμιδαριό
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κεραμιδαριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)