Δείτε επίσης: Κεραμίδι, κεραμιδί, κεραμῖδι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεραμίδι τα κεραμίδια
      γενική του κεραμιδιού των κεραμιδιών
    αιτιατική το κεραμίδι τα κεραμίδια
     κλητική κεραμίδι κεραμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά κεραμίδια.

κεραμίδι ουδέτερο

  1. (οικοδομική) μικρό, λεπτό και καμπύλο ή επίπεδο πήλινο προϊόν που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη της στέγης των οικοδομών - τα κεραμίδια
  2. (μεταφορικά) η στέγαση, η εξασφάλιση
    παράδειγμα  Βάλε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου!
  3. (παρωχημένο, μεταφορικά) το γείσο του πηλίκιου
  4. για τοπωνύμια  δείτε τη λέξη Κεραμίδι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κεραμίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κεραμίδι θηλυκό