Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεραμιδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεραμιδωμέν
ος
η
κεραμιδωμέν
η
το
κεραμιδωμέν
ο
γενική
του
κεραμιδωμέν
ου
της
κεραμιδωμέν
ης
του
κεραμιδωμέν
ου
αιτιατική
τον
κεραμιδωμέν
ο
την
κεραμιδωμέν
η
το
κεραμιδωμέν
ο
κλητική
κεραμιδωμέν
ε
κεραμιδωμέν
η
κεραμιδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεραμιδωμέν
οι
οι
κεραμιδωμέν
ες
τα
κεραμιδωμέν
α
γενική
των
κεραμιδωμέν
ων
των
κεραμιδωμέν
ων
των
κεραμιδωμέν
ων
αιτιατική
τους
κεραμιδωμέν
ους
τις
κεραμιδωμέν
ες
τα
κεραμιδωμέν
α
κλητική
κεραμιδωμέν
οι
κεραμιδωμέν
ες
κεραμιδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κεραμιδωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κεραμιδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεραμιδωμένος