• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στέγαση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέγαση οι στεγάσεις
      γενική της στέγασης
& στεγάσεως
των στεγάσεων
    αιτιατική τη στέγαση τις στεγάσεις
     κλητική στέγαση στεγάσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στέγαση < ελληνιστική κοινή στέγασις

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstɛ.ɣa.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στέγαση θηλυκό

  • η τοποθέτηση στέγης
  • η απόκτηση μόνιμης στέγης, σπιτιού
  • η προσωρινή εγκατάσταση σε κάποιο κατάλυμα


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • στεγαστικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στέγαση
  • αγγλικά : housing (en)
  • γαλλικά : logement (fr), hébergement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στέγαση&oldid=4864868"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:17

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:17.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie