Δείτε επίσης: κεραμίδι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεραμιδί < κεραμίδ(ι) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μι‐δί
ομόηχο: κεραμιδή
τονικό παρώνυμο: κεραμίδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεραμιδί ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

κεραμιδί άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κεραμίδι

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κεραμιδί