Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈði/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθου τον: ΔΦΑ : /toŋ‿ɡe.ɾa.miˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μι‐δή
ομόηχο: κεραμιδί
τονικό παρώνυμο: κεραμίδι

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κεραμιδή

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του κεραμιδής
    άλλες μορφές: κεραμιδιού
  2. αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του κεραμιδής