azulejo
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
azulejo | azulejos |
Ουσιαστικό επεξεργασία
azulejo (fr) και azuléjo αρσενικό
- το αζουλέχο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη azur
ενικός | πληθυντικός |
azulejo | azulejos |
azulejo (fr) και azuléjo αρσενικό