κέραμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέραμος | οι | κέραμοι |
γενική | της | κεράμου | των | κεράμων |
αιτιατική | την | κέραμο | τις | κεράμους |
κλητική | κέραμε | κέραμοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέραμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέραμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέραμος θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κεραμίδι
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κέραμος
→ δείτε τη λέξη κεραμίδι |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κέραμος | οἱ | κέραμοι |
γενική | τοῦ | κεράμου | τῶν | κεράμων |
δοτική | τῷ | κεράμῳ | τοῖς | κεράμοις |
αιτιατική | τὸν | κέραμον | τοὺς | κεράμους |
κλητική ὦ! | κέραμε | κέραμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεράμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεράμοιν | ||
Και σπάνιος πληθυντικός, ουδέτερο: τὰ κέραμα. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακέραμος, ήδη μυκηναϊκή 𐀐𐀨𐀕𐀊 (ke-ra-me-ja), κύριο όνομα *Κεραμεία < πιθανόν συνδέεται με το κεράννυμι, ή συνδέεται με τη λατινική cremo (καίω) ή είναι μικρασιατικό δάνειο. [1] Η κατάληξη, -αμος. [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέραμος αρσενικό (και σπάνιος πληθυντικός τὰ κέραμα)
- (κεραμική) πηλός, το υλικό της γης από το οποίο φτιάχνονταν τα πήλινα είδη
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε κατασκευασμένο από πηλό
- (ειδικότερα) κεραμίδι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κέραμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πλόκαμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κέραμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέραμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.