κεραμοσκεπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεραμοσκεπή θηλυκό
- σκεπή με κεραμίδια
- άλλες μορφές: κεραμιδοσκεπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεραμοσκεπή
|