Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεραμοσκεπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεραμοσκεπ
ή
οι
κεραμοσκεπ
ές
γενική
της
κεραμοσκεπ
ής
των
κεραμοσκεπ
ών
αιτιατική
την
κεραμοσκεπ
ή
τις
κεραμοσκεπ
ές
κλητική
κεραμοσκεπ
ή
κεραμοσκεπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεραμοσκεπή
<
κέραμ(ος)
+
-ο-
+
σκεπή
Σπίτι με
κεραμοσκεπή
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεραμοσκεπή
θηλυκό
σκεπή
με
κεραμίδια
άλλες μορφές:
κεραμιδοσκεπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεραμοσκεπή