σκεπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sceˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐πή
- τονικό παρώνυμο: σκέπη
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκεπή | οι | σκεπές |
γενική | της | σκεπής | των | σκεπών |
αιτιατική | τη | σκεπή | τις | σκεπές |
κλητική | σκεπή | σκεπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σκεπή < ίσως αναδρομικός σχηματισμός: σκεπ(άζω) + -ή [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκεπή θηλυκό
- σκελετός από ξύλο που καλύπτεται με κεραμίδια, πλάκες ή άλλα υλικά και στεγάζει ένα οικοδόμημα.
- η στέγη
- (συνεκδοχικά) το σπίτι, η οικία
- ※ Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
Συγγενικά επεξεργασία
σύνθετα [2]
→ και δείτε τις λέξεις σκεπάζω και σκέπη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- σκεπή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκεπή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκεπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ λήγουν σε -σκεπή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)