σκεπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sceˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐πή
- τονικό παρώνυμο: σκέπη
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκεπή θηλυκό
- σκελετός από ξύλο που καλύπτεται με κεραμίδια, πλάκες ή άλλα υλικά και στεγάζει ένα οικοδόμημα.
- η στέγη
- (συνεκδοχικά) το σπίτι, η οικία
- ※ Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
Συγγενικά
επεξεργασίασύνθετα [2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκεπή
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- σκεπή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σκεπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Όροι με σκεπή — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)