σκεπή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκεπή | οι | σκεπές |
γενική | της | σκεπής | των | σκεπών |
αιτιατική | τη | σκεπή | τις | σκεπές |
κλητική | σκεπή | σκεπές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκεπή < θηλυκό του επιθέτου σκεπός ως ουσ.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκεπή θηλυκό
- σκελετός από ξύλο που καλύπτεται με κεραμίδια, πλάκες ή άλλα υλικά και στεγάζει ένα οικοδόμημα.
- η στέγη
- (συνεκδοχικά) το σπίτι, η οικία
- Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σκεπή