πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραμοσκεπής η κεραμοσκεπής το κεραμοσκεπές
      γενική του κεραμοσκεπούς* της κεραμοσκεπούς του κεραμοσκεπούς
    αιτιατική τον κεραμοσκεπή την κεραμοσκεπή το κεραμοσκεπές
     κλητική κεραμοσκεπή(ς) κεραμοσκεπής κεραμοσκεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραμοσκεπείς οι κεραμοσκεπείς τα κεραμοσκεπή
      γενική των κεραμοσκεπών των κεραμοσκεπών των κεραμοσκεπών
    αιτιατική τους κεραμοσκεπείς τις κεραμοσκεπείς τα κεραμοσκεπή
     κλητική κεραμοσκεπείς κεραμοσκεπείς κεραμοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κεραμοσκεπής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία