κεραμοσκεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κεραμοσκεπής | η | κεραμοσκεπής | το | κεραμοσκεπές |
γενική | του | κεραμοσκεπούς* | της | κεραμοσκεπούς | του | κεραμοσκεπούς |
αιτιατική | τον | κεραμοσκεπή | την | κεραμοσκεπή | το | κεραμοσκεπές |
κλητική | κεραμοσκεπή(ς) | κεραμοσκεπής | κεραμοσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κεραμοσκεπείς | οι | κεραμοσκεπείς | τα | κεραμοσκεπή |
γενική | των | κεραμοσκεπών | των | κεραμοσκεπών | των | κεραμοσκεπών |
αιτιατική | τους | κεραμοσκεπείς | τις | κεραμοσκεπείς | τα | κεραμοσκεπή |
κλητική | κεραμοσκεπείς | κεραμοσκεπείς | κεραμοσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεραμοσκεπής < κεραμο- (< αρχαία ελληνική κέραμος) + -σκεπής (< αρχαία ελληνική σκέπω)
Επίθετο
επεξεργασίακεραμοσκεπής, -ής, -ές
- (αρχιτεκτονική) που (η στέγη του) σκεπάζεται ή καλύπτεται με κεραμίδια
- ※ Το βορδοναριό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι ένα διώροφο κτήριο με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Το ισόγειο προοριζόταν για τα ζώα, ενώ ο όροφος για τους αγωγιάτες και τις ζωοτροφές.(*)