βορδοναριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βορδοναριό < (ελληνιστική κοινή) βουρδωνάριον < αρχαία ελληνική βουρδών/ βόρδων (=μουλάρι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβορδοναριό ουδέτερο
- (παρωχημένο) στάβλος
- Το βορδοναριό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι ένα διώροφο κτήριο με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Το ισόγειο προοριζόταν για τα ζώα, ενώ ο όροφος για τους αγωγιάτες και τις ζωοτροφές.(*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βορδοναριό
|