Δείτε επίσης: ἀγωγιάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωγιάτης οι αγωγιάτες
      γενική του αγωγιάτη των αγωγιατών
    αιτιατική τον αγωγιάτη τους αγωγιάτες
     κλητική αγωγιάτη αγωγιάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωγιάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγωγιάτης[1] < ἀγώγι, ἀγώγιον < αρχαία ελληνική ἀγώγιον < ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάτης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣoˈʝa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γω‐γιά‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγωγιάτης αρσενικό (θηλυκό αγωγιάτισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • το αγώι ξυπναέι τον αγωγιάτη → δείτε τη λέξη αγώι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αγώι και άγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία