αγωγιάτης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγωγιάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγωγιάτης[1] < ἀγώγι, ἀγώγιον < αρχαία ελληνική ἀγώγιον < ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάτης.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈʝa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐γιά‐της
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγωγιάτης αρσενικό (θηλυκό αγωγιάτισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία σε υποζύγιό του έναντι κομίστρου
- ※ Το άλογο θα το 'στελνε πίσω με κανένα αγωγιάτη απ' το σταθμό. (Φάνης Μούλιος, Η γάτα)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το αγώι ξυπναέι τον αγωγιάτη → δείτε τη λέξη αγώι
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αγώι και άγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αγωγιάτης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.