αγωγιαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγωγιαστήριο < αγωγιάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγωγιαστήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): έγγραφο που συντάσσεται μεταξύ αγωγιάτη και αποστολέα για μεταφορά εμπορευμάτων, υπό μορφή φορτωτικής.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγωγιαστήριο
|