αγωγιάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγωγιάτικα | ||
γενική | των | αγωγιάτικων | ||
αιτιατική | τα | αγωγιάτικα | ||
κλητική | αγωγιάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγωγιάτικα < αγωγιάτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγωγιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): το κόμιστρο, η αμοιβή που λαμβάνει ο αγωγιάτης παρέχοντας το υποζύγιό του για μεταφορές
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγωγιάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αγωγιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγωγιάτικος