Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγωγιάτικα
      γενική των αγωγιάτικων
    αιτιατική τα αγωγιάτικα
     κλητική αγωγιάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωγιάτικα < αγωγιάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγωγιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγωγιάτικα