πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόμιστρο τα κόμιστρα
      γενική του κομίστρου
& κόμιστρου
των κομίστρων
    αιτιατική το κόμιστρο τα κόμιστρα
     κλητική κόμιστρο κόμιστρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμιστρο ουδέτερο

  • το ποσό που πληρώνει ο επιβάτης για να χρησιμοποιήσει ένα μεταφορικό μέσο, τα μεταφορικά έξοδα

Μεταφράσεις

επεξεργασία