Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κόμιστρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κόμιστρ
ο
τα
κόμιστρ
α
γενική
του
κομίστρ
ου
&
κόμιστρ
ου
των
κομίστρ
ων
αιτιατική
το
κόμιστρ
ο
τα
κόμιστρ
α
κλητική
κόμιστρ
ο
κόμιστρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κόμιστρο
<
αρχαία ελληνική
κόμιστρον
<
κομίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόμιστρο
ουδέτερο
το ποσό που πληρώνει ο
επιβάτης
για να χρησιμοποιήσει ένα μεταφορικό μέσο, τα μεταφορικά
έξοδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόμιστρο
αγγλικά
:
fare
(en)
,
ticket price
(en)
,
transport cost
(en)
,
price
(en)
,
cost
(en)
,
charge
(en)
,
fee
(en)
,
payment
(en)
,
toll
(en)
,
tariff
(en)
,
levy
(en)
,
αεροπορικό εισιτήριο
:
air fare
(en)
γαλλικά
:
tarif
(fr)