ενικός         πληθυντικός  
fare fares

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fare (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ναύλος, τα ναύλα
    ⮡  student fare - φοιτητικός ναύλος
    ⮡  They have raised fares due to the increase in oil prices.
    Τα ναύλα έχουν ακριβύνει λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.



fare (da)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fare > λατινική facere

  Προφορά

επεξεργασία
 

fare (it)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fare (tr)