fare
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fare | fares |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfare (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ναύλος, τα ναύλα
- ⮡ student fare - φοιτητικός ναύλος
- ⮡ They have raised fares due to the increase in oil prices.
- Τα ναύλα έχουν ακριβύνει λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Πηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfare (da)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfare (it)
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfare (tr)