↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο ναύλος οι ναύλοι τα ναύλα
      γενική του ναύλου των ναύλων των ναύλων
    αιτιατική τον ναύλο τους ναύλους τα ναύλα
     κλητική ναύλε ναύλοι ναύλα
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναύλα, δεύτερος πληθυντικός του αρσενικού ο ναύλος < (ελληνιστική κοινή) ναῦλα, πληθυντικός του ναῦλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναύλα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία