Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tarif tarifs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tarif (fr) αρσενικό

  1. το τιμολόγιο
  2. ο πίνακας όπου αναγράφονται όλα τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν

Συγγενικά επεξεργασία