Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τιμολόγιο τα τιμολόγια
      γενική του τιμολόγιου
τιμολογίου
των τιμολόγιων
τιμολογίων
    αιτιατική το τιμολόγιο τα τιμολόγια
     κλητική τιμολόγιο τιμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμολόγιο < τιμ(η) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.moˈlo.ʝi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμολόγιο ουδέτερο

  • παραστατικό που εκδίδεται κατά την πώληση εμπορευμάτων ή την παροχή υπηρεσιών και περιγράφει αναλυτικά τα στοιχεία του πωλητή και του αγοραστή, τα εμπορεύματα (ή / και τις παρεχόμενες υπηρεσίες) και την τιμή του καθενός καθώς και το ΦΠΑ που αναλογεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία