Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραστατικό τα παραστατικά
      γενική του παραστατικού των παραστατικών
    αιτιατική το παραστατικό τα παραστατικά
     κλητική παραστατικό παραστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραστατικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραστατικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παραστατικό