παραστατικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαραστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραστατικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραστατικό ουδέτερο
- (λογιστική) οποιοδήποτε φορολογικό αποδεικτικό έγγραφο καταγράφει μοναδικά μία δαπάνη, π.χ. απόδειξη, τιμολόγιο, ή μετακίνηση εμπορευμάτων και άλλων αντικειμένων, π.χ. δελτίο αποστολής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραστατικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαραστατικό
- αιτιατική ενικού του παραστατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παραστατικός