δαπάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαπάνη | οι | δαπάνες |
γενική | της | δαπάνης | των | δαπανών |
αιτιατική | τη | δαπάνη | τις | δαπάνες |
κλητική | δαπάνη | δαπάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαπάνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαπάνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈpa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐πά‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαπάνη θηλυκό
- το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
- το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
- (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαπάνη
Πηγές
επεξεργασία- δαπάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δαπάνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δᾰπᾰνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | δαπάνη | αἱ | δαπάναι | |
γενική | τῆς | δαπάνης | τῶν | δαπανῶν | |
δοτική | τῇ | δαπάνῃ | ταῖς | δαπάναις | |
αιτιατική | τὴν | δαπάνην | τὰς | δαπάνᾱς | |
κλητική ὦ! | δαπάνη | δαπάναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαπάνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δαπάναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαπάνη θηλυκό
- η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων, κόστος, έξοδα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 723 (722-723)
- μηδὲ πολυξείνου δαιτὸς δυσπέμφελος εἶναι· | ἐκ κοινοῦ πλείστη τε χάρις δαπάνη τ᾽ ὀλιγίστη.
- Δυσάρεστος μην είσαι σε τραπέζι που φιλοξενεί πολλούς: | από κοινό τραπέζι αντλείς πάρα πολλή χαρά μ᾽ ελάχιστη δαπάνη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδὲ πολυξείνου δαιτὸς δυσπέμφελος εἶναι· | ἐκ κοινοῦ πλείστη τε χάρις δαπάνη τ᾽ ὀλιγίστη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 28.4
- αἱ μὲν γὰρ δαπάναι οὐχ ὁμοίως καὶ πρίν, ἀλλὰ πολλῷ μείζους καθέστασαν, ὅσῳ καὶ μείζων ὁ πόλεμος ἦν· αἱ δὲ πρόσοδοι ἀπώλλυντο.
- Τα έξοδα δεν ήσαν τα ίδια όπως πριν, αλλά είχαν αυξηθεί πάρα πολύ, ανάλογα με την επέκταση του πολέμου, ενώ, αντίθετα, τα έσοδά τους λιγόστευαν.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- αἱ μὲν γὰρ δαπάναι οὐχ ὁμοίως καὶ πρίν, ἀλλὰ πολλῷ μείζους καθέστασαν, ὅσῳ καὶ μείζων ὁ πόλεμος ἦν· αἱ δὲ πρόσοδοι ἀπώλλυντο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 550d
- Τὸ ταμιεῖον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκεῖνο ἑκάστῳ χρυσίου πληρούμενον ἀπόλλυσι τὴν τοιαύτην πολιτείαν. πρῶτον μὲν γὰρ δαπάνας αὑτοῖς ἐξευρίσκουσιν, καὶ τοὺς νόμους ἐπὶ τοῦτο παράγουσιν, ἀπειθοῦντες αὐτοί τε καὶ γυναῖκες αὐτῶν.
- Ο χρυσός που μαζεύεται στα ιδιωτικά ταμεία των πολιτών είναι εκείνος που φέρνει την καταστροφή του πολιτεύματος. Γιατί πρώτα δημιουργούν δαπάνες για τους εαυτούς των και γι᾽ αυτό δίνουν στον νόμο το νόημα που τους συμφέρει, παραβαίνοντάς τον και αυτοί και οι γυναίκες τους.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Τὸ ταμιεῖον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκεῖνο ἑκάστῳ χρυσίου πληρούμενον ἀπόλλυσι τὴν τοιαύτην πολιτείαν. πρῶτον μὲν γὰρ δαπάνας αὑτοῖς ἐξευρίσκουσιν, καὶ τοὺς νόμους ἐπὶ τοῦτο παράγουσιν, ἀπειθοῦντες αὐτοί τε καὶ γυναῖκες αὐτῶν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 723 (722-723)
- υπερβολικά έξοδα, σπατάλη, διασπάθιση
- χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για κάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δαπαν-
δαπαν-
- → και δείτε τη λέξη δάπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- δάπτω σελ. 303 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- δαπάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαπάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.