ενικός         πληθυντικός  
expense expenses

Ουσιαστικό

επεξεργασία

expense (en)

  • (μόνο πληθυντικός) τα έξοδα, οι δαπάνες τα χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό
      I am limiting my expenses.
    Περιορίζω τα έξοδά μου.
      Expenses for medical care are deductible from total annual income and are not taxed.
    Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.

Εκφράσεις

επεξεργασία